- σιαλοχόος
- -ον, και, κατά τον Ησύχ., σιαλόχους, -ουν, Α1. αυτός που αφήνει να τρέχει σάλιο από το στόμα του, ο σαλιάρης2. αυτός που εκκρίνει σάλιο («σιαλοχόοι ἀδένες» — οι σιαλογόνοι αδένες, Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + -χόος / -χους (< χέω), πρβλ. οἰνο-χόος, υδρο-χόος].
Dictionary of Greek. 2013.